φεγγαριάζομαι

φεγγαριάζομαι
φεγγαριάστηκα, φεγγαριασμένος.1. δέχομαι την κακή επίδραση του φεγγαριού.
2. πάσχω από σεληνιασμό (επιληψία), σεληνιάζομαι, είμαι επιληπτικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φεγγαριάζομαι — Ν [φεγγάρι] 1. υφίσταμαι την κακή, κυρίως, επίδραση τής σελήνης, σεληνιάζομαι 2. πάσχω από σεληνιασμό, είμαι επιληπτικός …   Dictionary of Greek

  • φεγγάριασμα — το, Ν [φεγγαριάζομαι] 1. η κακή επίδραση τής σελήνης 2. η νόσος ίκτερος, η οποία, σύμφωνα με παλαιότερες δοξασίες, οφείλεται στην κακή επίδραση τής σελήνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”